- στίχινος
- -ίνη, -ον, Α [στίχος]αυτός που τελείται από στίχους, στιχικός* («τὸν στιχίνῳ σφαζόμενον θανάτῳ», Ανθ. Παλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στιχίνῳ — στίχινος of lines masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)